- συνεπιφαίνονται
- σύν-ἐπιφαίνωshow forthpres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεπιφαίνω — ΜΑ 1. καθιστώ κάτι φανερό συγχρόνως με κάτι άλλο 2. μέσ. συνεπιφαίνομαι εμφανίζομαι μαζί με κάτι άλλο («τοῑς οὔροις ἐνίοτε συνεπιφαίνονται τρίχες», Ακτουάρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπιφαίνω «εμφανίζω, φανερώνω»] … Dictionary of Greek